- φωνήεις
- και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.)2. (για λόγο) καθαρός, σαφής3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο4. (για τραγούδι) αυτός που εκτελείται μόνο με τη φωνή, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου5. η προσωνυμία ορισμένων σημείων τού ζωδιακού κύκλου6. το ουδ. ως ουσ. βλ. φωνήεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ήεις (βλ. και -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].
Dictionary of Greek. 2013.